κοῖλος

κοῖλος
κοῖλος, η, ον, [dialect] Aeol.and [dialect] Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; [full] κόϊλος, α, ον, Anacr.9 ([comp] Comp. -ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—
A hollow, Hom.mostly as epith. of ships,

κ. νῆες Il.1.26

, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1;

τὰ κ. App.BC5.107

); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507;

κ. σπέος 12.93

;

κ. πέτρα A. Eu.23

, S.Ph.1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj.1165 (anap.), cf. Ant.1205;

κ. τάφρος E.Alc.898

(anap.);

κ. νάρθηξ Hes. Op.52

;

ἄχερδος S.OC1596

; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668;

σφόνδυλος κ. Pl.R.616d

; of vessels,

ἀγγήϊα Hdt.4.2

;

κρατήρ S.OC1593

;

ζύγαστρον Id.Tr.692

;

κύλικος . . κοῖλον κύτος Pl.

Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr.378, Arist.Oec.1350b23, etc.;

κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445

; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk,

γράψαι εἰς σανίδα κοῖλα γράμματα SIG1011.15

(Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (

κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag.181

, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr.901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.);

κ. ἱστίον Poll.1.107

; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf.

κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3

: [comp] Comp., -

ότερος ὁλμοῦ Epich.81

.
2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1;

κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129

;

κ. Ἄργος S.OC378

, 1387;

Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA1600

;

κ. τόποι Plb.3.18.10

: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K.

τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13

; K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: [comp] Comp.,

κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete.352b33

.
b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385;

ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52

.
c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419;

κ. ἄγυια Pi.O.9.34

.
d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84;

τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Socr.

ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4.
e τὰ κ. καὶ τὰ δασέα ravines grown with copsewood, Ar.Nu.325.
3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6.
4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44.
II metaph.,
1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατο

κοῖλον Theoc.22.75

(though here κοῖλον may agree with κόχλον)

; φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6

, Philostr.VA3.38;

ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10

.
2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in [comp] Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379.
3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf.

κοιλαίνω 11.2

), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.).
III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN1102a31;

κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20

; of military formations, Ascl.Tact.11.1.
2 bending, yielding,

κλῇθρα S. OT1262

;

σταθμὰ θυράων Theoc.24.15

.
IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd.109b, al.; esp. of cavities in the body,

τὰ κ. γαστρός E.Ph.1411

; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib.497a11;

τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod.

ap. Ath. 11.479a
;

τὸ κ. τοῦ . . ποδός Hp.Epid.5.48

: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA630a3.
2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοῖλος — κόιλος hollow masc nom sg κοῖλος hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο 1. αυτός που έχει το εσωτερικό του άδειο, κούφιος. 2. βαθουλωτός: Το κάτοπτρο είναι κοίλο. 3. το ουδ., κοίλο ως ουσ., βαθούλωμα: Τραυματίστηκε στο κοίλο της παλάμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλότερον — κόιλος hollow adverbial comp κόιλος hollow masc acc comp sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow adverbial comp κοῑλότερον , κοῖλος hollow masc acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτάτων — κόιλος hollow fem gen superl pl κόιλος hollow masc/neut gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow fem gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτέρων — κόιλος hollow fem gen comp pl κόιλος hollow masc/neut gen comp pl κοῑλοτέρων , κοῖλος hollow fem gen comp pl κοῑλοτέρων , κοῖλος hollow masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότατα — κόιλος hollow adverbial superl κόιλος hollow neut nom/voc/acc superl pl κοῑλότατα , κοῖλος hollow adverbial superl κοῑλότατα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότατον — κόιλος hollow masc acc superl sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc superl sg κοῑλότατον , κοῖλος hollow masc acc superl sg κοῑλότατον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῖλον — κόιλος hollow masc acc sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc sg κοῖλος hollow masc acc sg κοῖλος hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλω — κόιλος hollow masc/neut nom/voc/acc dual κόιλος hollow masc/neut gen sg (doric aeolic) κοί̱λω , κοῖλος hollow masc/neut nom/voc/acc dual κοί̱λω , κοῖλος hollow masc/neut gen sg (doric aeolic) κοιλόω hollow out pres imperat act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλων — κόιλος hollow fem gen pl κόιλος hollow masc/neut gen pl κοί̱λων , κοῖλος hollow fem gen pl κοί̱λων , κοῖλος hollow masc/neut gen pl κοιλόω hollow out imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοιλόω hollow out imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”